Δεν ήταν για αυτόν οι
αστακομακαρονάδες και τα «Μύκονοοοος» στην κάμερα του ΣΤΑΡ, ούτε τα
ντελικατέσεν (νυν γκουρμέ) στα στέκια των φλώρων των Βορείων Προαστείων. Αυτός ήταν
ο γιός του κηπουρού. Έτσι τον φώναζαν πάντα τα αφεντικά του πατέρα του, έτσι
έμαθε να ακούει και ο ίδιος στα παραγγέλματα τους.
Όχι πως τον χάλαγε τον Σταύρο όλο
αυτό. Ζούσε διακριτικά, σχεδόν αόρατος, όσο γίνεται βέβαια να περάσει αόρατος ένας
νεαρό άντρας ηλιοκαμένος από την εργασία και καλογυμνασμένος από τον
μόχθο (και όχι τα φάρμακα με τα οποία τουμπάνιαζαν χρόνια τώρα οι συνομήλικοί
του στα διάφορα κυριλέ γυμναστήρια).
Ασχολία του ο καθαρισμός πισινών
κάθε είδους. Μια εργασία εύκολη και αποδοτική σε
χρήματα, που του άφηνε μπόλικο χρόνο στην διάθεσή του για ονειροπόληση.
Τουλάχιστον μέχρι πριν δυο χρόνια που ο πατέρας του έπιασε δουλειά στης ΜαντάμΓκανούτας…
Η Μαντάμ Γκανούτα, κατά κόσμων
Λουίζα Γκανούτα, ήταν κυρία (ο Θεός να την κάνει) ετών απροσδιορίστων. Η ίδια
κόμπαζε με απρέπεια πως ήταν τουλάχιστον 300ων και προς επιβεβαίωσίν
αυτού έδειχνε προθύμως στους ερωτώντες αυτήν, γράμματα και ενθύμια εραστών από
εποχές εισέτι μακρινές. Άνδρες και ολίγες γυναίκες που φιλοξένησε άπαξ ή και
καθ’ έξη στο φιλολογικό της κρεβάτι. Μποέμ ποιητές, πρέσβεις διαφόρων χωρών, και
καλλιτέχνες, οι επισκέψεις των οποίων στην Αθήνα και στο κρεβάτιον της κρατήθηκαν
μυστικές από την επίσημη Ιστορία. Μεταξύ αυτών το ζεύγος Γουσταύδου και Άλμας
Μάλλερ, ο Μποντλέρ, ο Τελευταίος Τούρκος κυβερνήτης της πόλης Κιουταχής, ένας φοιτητής από την Πάτρα τον οποίο μύησε στα μυστικά του Έρωτα, και σε
περίοπτη θέση ο συνθέτης Σούμπερτ που υπήρξε και ο σφοδρότερος έρωτάς της.
Αν και 300 ετών, η συνταξιούχος
φιλόλογος και πλουσία, διατηρούσε ένα Καφέ Σαντάν για να περνάει την ώρα της και
όπως ήθελαν να λέγουν οι φαρμακόγλωσσες των Αθηνών, προς εξεύρεση νέων εραστών.
Οι ώρες που ξεχαρμάνιαζε εκεί η Μαντάμ Γκανούτα ήταν και οι καλύτερες για τον
Σταύρο. Διότι όταν αυτή βρισκόταν στην οικία της δεν
σταματούσε να τον παρενοχλεί συνεχώς δια ασήμαντες αφορμές και για εκνευριστικά
θελήματα. Να βρει και να ταΐσει τον γάτο της το Ραούλ, να της δείξει πώς να βάλει
ταπετσαρία νταντέλα στο ιστολόγιον που διατηρούσε (διότι ως εκεί έφτανε η
εκφυλωσίνη της), να την βοηθήσει με τα κομβία της ρόμπας της για να μην
κρέμονται ακάλυπτα τα βυζιά της, να της σιάξει την περούκα που σχεδόν μονίμως
μπατάριζε…
Ναι ο Σταύρος την βαριόταν την
Μαντάμ Γκανούτα. Τα καπρίτσια της αλλά και ο αστείρευτος, παρά τα χρόνια, ερωτισμός της τον έφερναν σε αμηχανία και κάποιες φορές σε απόγνωση. Ακόμη και όταν πριν ενάμιση χρόνο η κυρία είχε
το ατύχημα με την καραμπίνα στην Αράχοβα που διέλυσε την άνω σιαγόνα της σκορπίζοντας
τους οδόντες της στο χιόνι, ακόμα και τότε είχε διάθεση για ερωτοτροπίες και
φλέρτ, έστω και αν η γλώσσα της μπαινόβγαινε από τις τρύπιες παριές του κρανίου
της…
Ο Σταύρος την βαριόταν την Μαντάμ
Γκανούτα…και την φοβόταν. Μια γυναίκα που φτάνει αυτά τα χρόνια δεν μπορείς να
την παίρνεις αψήφιστα. Ήταν άλλωστε αυτή που έδινε ψωμί στον ίδιο και τον
πατέρα του δυο χρόνια τώρα…
Σε αυτές τις σκέψεις ήταν
βυθισμένος ο Σταύρος κοιτάζοντας τα νερά της πισίνας που μόλις είχε καθαρίσει.
Τον λογισμό του διέκοψαν ήχοι από βήματα που πλησίαζαν…
Ο ένας ήταν οξύς, το τακ τακ
που κάνουν τα γυναικεία τακούνια στο πλακόστρωτο. Ο δεύτερος ήταν «πλαδαρός»,
σαν αυτόν που θα έκανε μια απροσδιόριστη μάζα που κινείται με δυσκολία.
Καθώς γύρισε το βλέμμα
του για να
εντοπίσει τις πηγές των ήχων που είχαν διακόψει τις σκέψεις του, ο
Σταύρος αντίκρισε δυο μορφές να τον πλησιάζουν. Η μια, λυγερόκορμη μέσα
στο μαύρο στενό
της φόρεμα περπατούσε με σιγουριά πάνω στις μαύρες γόβες της που αν ο
Σταύρος
ήταν αδερφή θα αναγνώριζε ως κλασικές Λουμπουαίν 2000ων ευρώ (η
μία). Όμως ο γιός του κηπουρού δεν ενδιαφερόταν για ποδήματα και ρούχα γυναικεία…Η
γοτθικής ομορφιάς γυναίκα με το υπέροχο λευκό δέρμα και τα μεγάλα μαύρα γυαλιά
τύπου Μπέτι Ντέιβις τον πλησίαζε σταθερά δημιουργώντας του ένα υπέροχο
ζουζούνισμα στον καβάλο. Δίπλα της προσπαθούσε να ακολουθήσει τον βηματισμό της,
κύριος ολίγον τι υπέρβαρος (για να το θέσουμε κομψά) σε πλήρη οπτική και αισθητική
αντίθεση με την πλησιάζουσα γυναίκα. Το σημαδεμένο από τες ηδονές πρόσωπό του ιδροκοπούσε
κάτω από τον ήλιο της Αθήνας κάτι που προφανώς έκανε και το υπόλοιπο σαρκίο του
υπό τα φαρδουλα ρούχα από το Μπιγκ Μαν του Αιγάλεω. Παραδόξως η πλαδαρή αντρική
μορφή που πλησίαζε με κόπο έκανε το πρήξιμο στον καβάλο του ακόμη εντονότερο,
γεγονός που ο Σταύρος απέδωσε στις καύλες της ηλικίας αφού κακά τα ψέματα θα του
σηκωνόταν ακόμη και να τον έτριβε σε κουφάλα δέντρου.
Οι δυο άγνωστοι τον προσπέρασαν
χωρίς να του μιλήσουν κατευθυνόμενοι προς τις ξαπλώστρες του κήπου που ήταν
δίπλα στην πισίνα. Ο Σταύρος όμως ήξερε πως παρά την φαινομενική τους αδιαφορία
είχαν «μετρήσει» με τα μάτια τους κάθε εκατοστό του καλογυμνασμένου σώματός του.
Ήταν πρακτικά αναπόφευκτο…
Φίλοι της κυρίας, σκέφτηκε καθώς τους
είδε να ξαπλώνουν στις καρέκλες εντυπωσιαζόμενος περισσότερο από την αντοχή της
καρέκλας στην οποία κάθισε ο χοντρός παρά από τον τρόπο με τον οποίο σταύρωσε
ηδονικά τα καλλίγραμμα πόδια της η γυναίκα.
Σηκώθηκε με τρόπο από την άκρη της
πισίνας φροντίζοντας οι δυο καλεσμένοι του να μπορούν να παρακολουθήσουν τις συσπάσεις
των τρικεφάλων του καθώς έδινε ώθηση στο κορμί του να σταθεί. Τους πλησίασε
αργά χωρίς να νοιάζεται να κρύψει την στύση του. Ήταν αδύνατο άλλωστε να την
καμουφλάρει, ενώ δεν υπήρχε αρκετό ποδόσφαιρο στον κόσμο να σκεφτεί ώστε
ενδεχομένως να του πέσει.
Φτάνοντας μπροστά τους, τους καλημέρισε
ευγενικά. Αντί να ανταπόδοση του χαιρετισμού είδε τους δυο επισκέπτες του να
μιλάνε χαμηλοφώνως ο ένας στο αυτί του άλλου με τον άντρα να μην μπορεί ή να
μην θέλει να κρύψει το πέρασμα της γλώσσας του πάνω από τα χείλη του.
«Πως σε λένε νεαρέ» του απηύθυνε
πρώτη φορά τον λόγο η βαμπίρα γυναίκα με την λάγνα (όπως αποδείχθηκε φωνή).
«Με λένε…είμαι ο γιός του
κηπουρού» είπε μετά από στιγμιαία σκέψη ο Σταύρος βγάζοντας ταυτόχρονα το
φανελάκι που φορούσε.
Το μειδίαμα των δύο επισκεπτών
άφησε να φανούν οι κατάλευκες συμμετρικές οδοντοστοιχίες τους (σίγουρα προϊόν γναθοπλαστικής)
αλλά και οι προθέσεις τους.
Τουλάχιστον αυτοί οι δύο έχουν
δόντια σκέφτηκε ο Σταύρος καθώς άρχιζε να ξεκουμπώνει το τζιν παντελόνι που
φορούσε…